αποθήκευσ|η <-εις> [apɔˈθicɛfsi] SUBST f
1. αποθήκευση (αγαθών, τροφίμων):
-
Lagerung f
-
έξοδα nt pl αποθήκευσης
-
Lagerkosten pl
-
έπιπλα nt pl αποθήκευσης (για γραφείο)
-
τέλη nt pl αποθήκευσης
2. αποθήκευση (ενέργειας) COMPUT:
-
μέσο nt αποθήκευσης