Greek » German

απομονωτήριο [apɔmɔnɔˈtiriɔ] SUBST nt

1. απομονωτήριο (σε νοσοκομείο):

2. απομονωτήριο (σε φυλακή):

αποφοίτησ|η <-εις> [apɔˈfitisi] SUBST f

1. αποφοίτηση (από σχολείο):

2. αποφοίτηση (από πανεπιστήμιο):

αποφοιτ|ώ <-άς, -ησα> [apɔfiˈtɔ] VERB intr

αποδυτήριο [apɔðiˈtiriɔ] SUBST nt

απολυτήριο [apɔliˈtiriɔ] SUBST nt

1. απολυτήριο (γενικά: σχολείου):

4. απολυτήριο MIL:

αποφυλακιστήριο [apɔfilacisˈtiriɔ] SUBST nt

απόφοιτ|ος (-η) [aˈpɔfit|ɔs, -i] SUBST m/f (f)

1. απόφοιτος (σχολείου):

2. απόφοιτος (πανεπιστημίου):

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский