Greek » German

οργανισμός [ɔrɣanizˈmɔs] SUBST m

1. οργανισμός BIOL:

οργανισμός

Usage examples with οργανισμός

οργανισμός m μεσολάβησης LAW
οργανισμός m διευθέτησης LAW
διακρατικός οργανισμός
πολυκύτταρος οργανισμός
ομοιόθερμος οργανισμός
ετερότροφος οργανισμός
πλαγκτοφάγος οργανισμός
βενθικός οργανισμός
πλαγκτονικός οργανισμός
εγγυοδοτικός οργανισμός ECON, FIN
μη κυβερνητικός οργανισμός

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский