κακομεταχειρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [kakɔmtaçiˈrizɔmɛ] VERB dep trans
2. κακομεταχειρίζομαι (κακοποιώ):
μεταχειρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [mɛtaçiˈrizɔmɛ] VERB dep trans
1. μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ):
2. μεταχειρίζομαι (καλά ή άσχημα: άνθρωπο, μηχάνημα):
PONS OpenDict
Would you like to add a word, a phrase or a translation?
We'd love you to send us a new entry for PONS OpenDict. The submitted suggestions are reviewed by the PONS editorial team and incorporated into the results accordingly.
Browse the dictionary
- ακολάκευτος
- ακολασία
- ακόλαστος
- ακολλάριστος
- ακόλλητος
- ακομεταχειρίζομαι
- ακόμη
- ακομματικός
- ακομμάτιστος
- ακομπανιαμέντο
- ακομπανιάρω