Greek » German

Translations for „βαστώ“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

I . βαστ|ώ <-άς, -αξα [ή -ηξα], -άχτηκα [ή -ήχτηκα], -αγμένος [ή -ηγμένος]> [vasˈtɔ] VERB trans

1. βαστώ (έχω στα χέρια μου):

βαστώ

4. βαστώ (αντέχω):

βαστώ

5. βαστώ (δε φθείρομαι):

βαστώ

6. βαστώ (συγκρατώ: γέλια, θυμό, περιέργεια, δάκρυα):

βαστώ

II . βαστ|ώ <-άς, -αξα [ή -ηξα], -άχτηκα [ή -ήχτηκα], -αγμένος [ή -ηγμένος]> [vasˈtɔ] VERB intr

1. βαστώ (αντέχω):

βαστώ

2. βαστώ (διαρκώ):

βαστώ

III . βαστιέμαι VERB refl

1. βαστιέμαι (να μην πέσω):

Usage examples with βαστώ

βαστώ το λόγο μου
βαστώ βιβλία για

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский