Greek » German

δήλωσ|η <-εις> [ˈðilɔsi] SUBST f

1. δήλωση (επίσημη γραπτή ή προφορική γνωστοποίηση):

δήλωση
φορολογική δήλωση
Parteiprogramm nt sing
έγγραφη ένορκη δήλωση ECON
τελωνειακή δήλωση

2. δήλωση (λόγος):

δήλωση

3. δήλωση (παράδοση στοιχείων):

δήλωση

4. δήλωση (μαθητή, αυτοκινήτου):

δήλωση

δήλωση/εγγραφή/αίτηση

User Entry

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский