Greek » German

εισόδημα [iˈsɔðima] SUBST nt

1. εισόδημα (χρηματικό έσοδο):

εισόδημα
χωρίς εισόδημα
ακαθάριστο/μικτό εισόδημα
αφορολόγητο εισόδημα
δεδουλευμένο εισόδημα
διαθέσιμο εισόδημα
εθνικό εισόδημα
εθνικό εισόδημα
καθαρό εθνικό εισόδημα
εισόδημα από το εξωτερικό
εισόδημα από το εξωτερικό
εισόδημα επιχειρηματία
εισόδημα εργαζομένου
εισόδημα από εργασία
ετήσιο εισόδημα
εισόδημα από κέρδος
καθαρό εισόδημα
κύριο εισόδημα
εισόδημα από μερίσματα
μέσο εισόδημα
μεταβιβαστικό εισόδημα
κατά κεφαλή εισόδημα
πρόσθετο εισόδημα
συνολικό εισόδημα
εισόδημα από τόκους
Einkünfte f pl

2. εισόδημα (σοδειά):

εισόδημα
Ernte f

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский