Greek » German

Translations for „εμπόριο“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

εμπόριο [ɛmˈbɔriɔ] SUBST nt

εμπόριο
Handel m
τι εμπόριο κάνει;
λιανικό εμπόριο
χοντρικό εμπόριο
άμεσο εμπόριο
εμπόριο βιβλίων
εμπόριο γυναικών
εμπόριο δημητριακών
διατραπεζικό εμπόριο
διεθνές εμπόριο
ελεύθερο εμπόριο
εξαγωγικό εμπόριο
εξαγωγικό εμπόριο
εξωτερικό εμπόριο
εσωτερικό εμπόριο
εισαγωγικό εμπόριο
εισαγωγικό εμπόριο
ενδιάμεσο εμπόριο
ηλεκτρονικό εμπόριο
ηλεκτρονικό εμπόριο
θαλάσσιο εμπόριο
κρατικό εμπόριο
εμπόριο λευκής σαρκός
εμπόριο ναρκωτικών
νομισματικό εμπόριο
εμπόριο οργάνων
παγκόσμιο εμπόριο
παράνομο εμπόριο
περιορισμοί m pl στο εμπόριο
προθεσμιακό εμπόριο
εμπόριο τίτλων
εμπόριο τροφίμων
υπερπόντιο εμπόριο
εμπόριο χάλυβα
νόμος m για το εμπόριο τίτλων

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский