Greek » German

Translations for „ευαίσθητος“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ευαίσθητ|ος <-η, -ο> [ɛˈvɛsθitɔs] ADJ

1. ευαίσθητος (ευπαθής):

ευαίσθητος
υπερβολικά ευαίσθητος
εξαιρετικά ευαίσθητος (μηχάνημα)
ευαίσθητος στο φως
ευαίσθητος στη ζέστη

2. ευαίσθητος (που έχει λεπτά αισθήματα):

ευαίσθητος

3. ευαίσθητος (όργανο μέτρησης):

ευαίσθητος

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский