Greek » German

Translations for „κατάσταση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

κατάστασ|η <-εις> [kaˈtastasi] SUBST f

2. κατάσταση (θέση, το πώς έχουν τα πράγματα):

κατάσταση
Lage f
η διεθνής κατάσταση
οικονομική κατάσταση (κατάσταση της οικονομίας)
οικονομική κατάσταση (κατάσταση της οικονομίας)
οικονομική κατάσταση (προσωπική χρηματική κατάσταση)
γενική κατάσταση της οικονομίας ECON
περιουσιακή κατάσταση

3. κατάσταση (μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο):

κατάσταση
Status m

Usage examples with κατάσταση

κατάσταση f λογαριασμού
κατάσταση f πολιορκίας
κατάσταση f έκστασης
αρχική κατάσταση
οικογενειακή κατάσταση
νομική κατάσταση
μακροσκοπική κατάσταση
οικονομική κατάσταση (κατάσταση της οικονομίας)
μετασταθής κατάσταση
κατάσταση πολιορκίας
περιουσιακή κατάσταση
σχετικιστική κατάσταση
εισοδηματική κατάσταση
κατάσταση άμυνας
καιρική κατάσταση

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский