Greek » German

Translations for „όρθιος“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

όρθι|ος <-α, -ο> [ˈɔrθiɔs] ADJ

1. όρθιος (στητός, όχι ξαπλωτός):

όρθιος

2. όρθιος (που στέκεται):

όρθιος
σηκώνομαι όρθιος
στεκόταν όρθιος
κοιμάμαι όρθιος

3. όρθιος (όχι σκυφτός):

όρθιος
στάσου όρθιος

Usage examples with όρθιος

κοιμάμαι όρθιος fig
μένω όρθιος
στεκόταν όρθιος
στάσου όρθιος
σηκώνομαι όρθιος

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский