Greek » German

Translations for „ακύρωση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ακύρωσ|η <-εις> [aˈcirɔsi] SUBST f

1. ακύρωση (γάμου, σύμβασης):

ακύρωση

2. ακύρωση (κατάργηση):

ακύρωση

3. ακύρωση (ανάκληση):

ακύρωση

4. ακύρωση COMM (πραγγελίας):

ακύρωση
ακύρωση παραγγελίας

5. ακύρωση (εισιτήριο):

ακύρωση

Usage examples with ακύρωση

ακύρωση f γάμου
ακύρωση παραγγελίας

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский