Greek » German

Translations for „αποθήκη“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

αποθήκη [apɔˈθici] SUBST f

1. αποθήκη (γενικά):

αποθήκη
Lager nt
έχω κάτι στην αποθήκη
αποθήκη εμπορευμάτων
τελωνειακή αποθήκη, αποθήκη τελωνείου
αποθήκη υλικών

2. αποθήκη (στο υπόγειο σπιτιού):

αποθήκη
Keller m

3. αποθήκη (σε όχημα) AVIAT, NAUT:

αποθήκη φορτίου

Usage examples with αποθήκη

τελωνειακή αποθήκη, αποθήκη τελωνείου
αποθήκη φορτίου
αποθήκη υλικών
έχω κάτι στην αποθήκη

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский