Greek » German

Translations for „απολογισμός“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

απολογισμός [apɔlɔɣizˈmɔs] SUBST m

1. απολογισμός (δικαιολογητική έκθεση):

απολογισμός
απολογισμός
ετήσιος απολογισμός ECON
ταμιακός απολογισμός

2. απολογισμός (μεθοδική καταγραφή λογαριασμών):

απολογισμός
ταμιακός απολογισμός

3. απολογισμός fig (αποτέλεσμα, συμπέρασμα):

απολογισμός
Bilanz f

Usage examples with απολογισμός

ετήσιος απολογισμός ECON
ταμιακός απολογισμός

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский