Greek » German

Translations for „εκατοστό“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

εκατοστό [ɛkatɔsˈtɔ] SUBST nt

1. εκατοστό (από σύνολο):

εκατοστό
το ένα εκατοστό των

2. εκατοστό (εκατοστόμετρο):

εκατοστό
κυβικό εκατοστό
τετραγωνικό εκατοστό

Usage examples with εκατοστό

κυβικό εκατοστό
τετραγωνικό εκατοστό
το ένα εκατοστό των

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский