Greek » German

μεταχειρισμέν|ος <-η, -ο> [mɛtaçirizˈmɛnɔs] ADJ

μεταχείρισ|η <-εις> [mɛtaˈçirisi] SUBST f

1. μεταχείριση (χρησιμοποίηση):

μεταχειρί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [mɛtaçiˈrizɔmɛ] VERB dep trans

1. μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ):

2. μεταχειρίζομαι (καλά ή άσχημα: άνθρωπο, μηχάνημα):

αμεταχείριστ|ος <-η, -ο> [amɛtaˈçiristɔs] ADJ

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский