Greek » German

προσκεκλημέν|ος <-η, -ο> [prɔscɛkliˈmɛnɔs] ADJ

πρόσκλησ|η <-εις> [ˈprɔsklisi] SUBST f

1. πρόσκληση (να έρθει κάποιος, και το έγγραφο):

2. πρόσκληση (να κάνει κάποιος κάτι):

3. πρόσκληση MIL:

προσκόμισ|η <-εις> [prɔsˈkɔmisi] SUBST f

1. προσκόμιση (εξεύρεση):

2. προσκόμιση (παρουσίαση):

προσκύνημα [prɔsˈcinima] SUBST nt

1. προσκύνημα (προσκύνηση):

2. προσκύνημα (τόπος):

προσκύνησ|η <-εις> [prɔsˈcinisi] SUBST f

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский