Greek » German

Translations for „συγκρατώ“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

I . συγκρατ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [siŋgraˈtɔ] VERB trans

1. συγκρατώ (σταματώ, αναχαιτίζω):

συγκρατώ

2. συγκρατώ (υποβαστάζω):

συγκρατώ

3. συγκρατώ (ώστε να μη διαλυθεί κάτι):

συγκρατώ

4. συγκρατώ (γέλιο, πάθη, δάκρυα):

συγκρατώ

5. συγκρατώ (στη μνήμη):

συγκρατώ

II . συγκρατιέμαι VERB refl

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский