συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα) [sinɛpiˈvatis, sinɛpiˈvatisa] SUBST m/f (f)
1. συνεπιβάτης (σε όχημα):
-
συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα)
2. συνεπιβάτης (ταξιδεύοντας):
-
συνεπιβάτης (συνεπιβάτισσα)
-
Mitreisende(r) mf
Would you like to add a word, a phrase or a translation?
Submit a new entry.