Greek » German

I . χαρακτηρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xaraktiˈrizɔ] VERB trans

1. χαρακτηρίζω (αποτυπώνω το χαρακτηριστικό, καλώ):

χαρακτηρίζω

2. χαρακτηρίζω (διακρίνω):

II . χαρακτηρίζομαι VERB refl (διακρίνομαι)

χαρακτηρίζω VERB

User Entry
χαρακτηρίζω (θεωρώ)

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский