Greek » German

Translations for „ελικος“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

άλικ|ος <-η, -ο> [ˈalikɔs] ADJ

τελικ|ός <-ή, -ό> [tɛliˈkɔs] ADJ

1. τελικός:

End-

2. τελικός LING:

final, Final-

έλικας [ˈɛlikas] SUBST m

1. έλικας (σπείρα):

2. έλικας NAUT:

4. έλικας (κιονοκράνου):

Volute f

5. έλικας CHEM:

Helix f

6. έλικας ANAT:

έλκος [ˈɛlkɔs] SUBST nt

ολικ|ός <-ή, -ό> [ɔliˈkɔs] ADJ

1. ολικός (όχι μερικός, τέλειος):

2. ολικός (συνολικός):

υλικ|ός <-ή, -ό> [iliˈkɔs] ADJ

2. υλικός (σαρκικός):

ελικοειδές [ɛlikɔiˈðɛs] SUBST nt MATH

ελικοειδ|ής <-ής, -ές> [ɛlikɔiˈðis] ADJ

ελικοφόρ|ος <-ος, -ο> [ɛlikɔˈfɔrɔs] ADJ

1. ελικοφόρος NAUT:

ελιγμός [ɛliɣˈmɔs] SUBST m

1. ελιγμός (στροφή):

I . κολικ|ός <-ή, -ό> [kɔliˈkɔs] ADJ

II . κολικ|ός <-ή, -ό> [kɔliˈkɔs] SUBST m

I . αυλικ|ός <-ή, -ό> [avliˈkɔs] ADJ

II . αυλικ|ός <-ή, -ό> [avliˈkɔs] SUBST m (ο της βασιλικής αυλής)

βολικ|ός <-ή, -ό> [vɔliˈkɔs] ADJ

1. βολικός (σπίτι):

2. βολικός (κάθισμα):

3. βολικός (εργαλείο):

4. βολικός (δουλειά):

5. βολικός (άνθρωπος):

φολικ|ός <-ή, -ό> [fɔliˈkɔs] ADJ

χολικ|ός <-ή, -ό> [xɔliˈkɔs] ADJ

φιλικ|ός <-ή, -ό> [filiˈkɔs] ADJ

ελιτιστικ|ός <-ή, -ό> [ɛlitistiˈkɔs], ελιτίστικ|ος [ɛliˈtistikɔs] <-η, -ο> ADJ

ελικοκίνητ|ος <-η, -ο> [ɛlikɔˈcinitɔs] ADJ

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский