Greek » German

Translations for „προμήθεια“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

προμήθεια [prɔˈmiθia] SUBST f

1. προμήθεια (εφοδιασμός):

προμήθεια
προμήθεια ενέργειας
προμήθεια της αγοράς
προμήθεια της αγοράς
προμήθεια τροφίμων

2. προμήθεια (εμπορευμάτων):

προμήθεια
προμήθεια εμπορευμάτων

3. προμήθεια (αποταμιευμένο υλικό):

προμήθεια
Vorrat m

Usage examples with προμήθεια

προμήθεια f χρηματιστή
προμήθεια τροφίμων
προμήθεια ενέργειας
προμήθεια εμπορευμάτων
προμήθεια πώλησης
τραπεζική προμήθεια
προμήθεια κύκλου εργασιών
προμήθεια της αγοράς

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский