Greek » German

Translations for „πρόθεσή“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

πρόθεσ|η <-εις> [ˈprɔθɛsi] SUBST f

1. πρόθεση (σκοπός, θέληση):

πρόθεση
από πρόθεση, εκ προθέσεως
έχω την πρόθεση να το
με ποια πρόθεση;
με την πρόθεση να το
με καλή/κακή πρόθεση
δεν είχα πρόθεση να σε
κύρια πρόθεση

2. πρόθεση LING:

πρόθεση

3. πρόθεση MED:

πρόθεση
πρόθεση μαστού

Usage examples with πρόθεση

πρόθεση f εκβιασμού LAW
κύρια πρόθεση
πρόθεση μαστού
με ποια πρόθεση;
με καλή/κακή πρόθεση
έχω την πρόθεση να το
με την πρόθεση να το
δεν είχα πρόθεση να σε

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский