Greek » German

Translations for „σκάσιμο“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

σκάσιμο [ˈskasimɔ] SUBST nt

1. σκάσιμο (μπαλονιού, σωλήνα κτλ):

σκάσιμο
Platzen nt
σκάσιμο του λάστιχου

2. σκάσιμο (στον τοίχο):

σκάσιμο
Riss m

3. σκάσιμο (έκρηξη):

σκάσιμο

4. σκάσιμο (απουσία):

το σκάσιμο από το σχολείο
το σκάσιμο από το σπίτι

Usage examples with σκάσιμο

σκάσιμο του λάστιχου
το σκάσιμο από το σπίτι

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский