Greek » German

Translations for „δύναμη“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

δύναμ|η <-εις> [ˈðinami] SUBST f

1. δύναμη (γενικά) PHYS:

δύναμη
Kraft f
βάζω όλη μου τη δύναμη
χωρίς δύναμη
η κινητήρια δύναμη
αγοραστική δύναμη
ζωική δύναμη
θερμαντική δύναμη
κεντρομόλος δύναμη
κεντρόφυγος δύναμη
κινητήρια δύναμη και fig
μαγνητική δύναμη
μαγνητική δύναμη
μοριακή δύναμη
Geisteskraft f sing
δύναμη προσρόφησης
σωματική δύναμη
δύναμη τριβής
δύναμη (του) χαρακτήρα

3. δύναμη MATH:

δύναμη
Potenz f
η τέταρτη δύναμη του 3 είναι 81
3 hoch 4 ist (gleich) 81
δύναμη του 10
δύναμη του συνεχούς

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский