Greek » German

Translations for „κατάστημα“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

κατάστημα [kaˈtastima] SUBST nt

1. κατάστημα (όπου στεγάζεται υπηρεσία, εταιρεία):

κατάστημα
κεντρικό κατάστημα
κεντρικό κατάστημα

2. κατάστημα (υποκατάστημα):

κατάστημα

3. κατάστημα (μαγαζί):

κατάστημα
ηλεκτρονικό κατάστημα
κεντρικό κατάστημα
κατάστημα λιανικής πώλησης
μεγάλο εμπορικό κατάστημα
κατάστημα τροφίμων

κατάστημα SUBST

User Entry
κατάστημα ενδυμάτων nt
κατάστημα ρούχων nt

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский