Greek » German

μηχανή [mixaˈni] SUBST f

1. μηχανή (σύνθετο εργαλείο):

μηχανή
σιγά, δεν είμαι μηχανή
μηχανή αναζήτησης COMPUT
δομική μηχανή
μηχανή του εσπρέσο
μηχανή καφέ (φίλτρου)
μηχανή κοπής μαλλιών
μηχανή πλεξίματος
μηχανή γραφείου
μηχανή του κιμά
ραπτική μηχανή
φωτογραφική μηχανή
χορτοκοπτική μηχανή/μηχανή γκαζόν

2. μηχανή (κινητήρας):

μηχανή
Motor m
ηλεκτρική μηχανή

3. μηχανή (μοτοσυκλέτα):

μηχανή
ταξιδιωτική μηχανή

4. μηχανή (τρένου):

μηχανή

5. μηχανή fig:

μηχανή
κυβερνητική μηχανή

θεριζοαλωνιστική (μηχανή) [θɛrizɔalɔnistiˈci (mixaˈni)] SUBST f

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский