Greek » German

Translations for „καταφύγιό“ in the Greek » German Dictionary

(Go to German » Greek)

καταφύγιο [kataˈfijiɔ] SUBST nt

1. καταφύγιο (γενικά: τόπος προστασίας):

καταφύγιο
καταφύγιο
ζητώ καταφύγιο
βρήσκω καταφύγιο
παρέχω καταφύγιο σε κάποιον

2. καταφύγιο (ορεινό, για ορειβάτες):

καταφύγιο

3. καταφύγιο MIL:

αντιαεροπορικό καταφύγιο

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский