Greek » German

αιματίνη [ɛmaˈtini] SUBST f CHEM

αιματιά [ɛmaˈtça] SUBST f

αιματεΐνη [ɛmatɛˈini] SUBST f CHEM

αιμάτωμα [ɛˈmatɔma] SUBST nt

αιτών (αιτούσα) [ɛˈtɔn, ɛˈtusa] SUBST m/f (f)

αιδήμ|ων <-ων, -ον> [ɛˈðimɔn] ADJ

αιματώδ|ης <-ης, -ες> [ɛmaˈtɔðis] ADJ

1. αιματώδης:

2. αιματώδης (κόκκινος):

αιματηρ|ός <-ή, -ό> [ɛmatiˈrɔs] ADJ

αιματίτης [ɛmaˈtitis] SUBST m GEOL

αιματώ|νομαι <-θηκα> [ɛmaˈtɔnɔmɛ] VERB refl (περιοχή του σώματος)

αιματογόν|ος <-ος, -ο> [ɛmatɔˈɣɔnɔs] ADJ

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский