Greek » German

Translations for „αιτιολογικό“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

αιτιολογικό [ɛtiɔlɔjiˈkɔ] SUBST nt

αιτιολογικό
με το αιτιολογικό ότι
αιτιολογικό δικαστικής απόφασης

Usage examples with αιτιολογικό

με το αιτιολογικό ότι
αιτιολογικό δικαστικής απόφασης

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский