Greek » German

αντικαταστάτης (αντικαταστάτρια) [andikataˈstatis, andikataˈstatria] SUBST m/f (f)

αντικαταστάτης (αντικαταστάτρια)

αντικα|θιστώ <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> [andikaθisˈtɔ], αντικα|τασταίνω <-τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> VERB trans

1. αντικαθιστώ (τοποθετώ στη θέση άλλου):

2. αντικαθιστώ (αναπληρώνω κάποιον):

αντικατάστασ|η <-εις> [andikaˈtastasi] SUBST f

1. αντικατάσταση (πράγματος):

Ersatz m

2. αντικατάσταση (δασκάλου):

αντικατασκοπία [andikataskɔˈpia] SUBST f

αντιφασιστής [andifasisˈtis], αντιφασίστας [andifaˈsistas] SUBST m, αντιφασίστρια [andifaˈsistria] SUBST f

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский