Greek » German

Translations for „αποθεματικό“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

αποθεματικό [apɔθɛmatiˈkɔ] SUBST nt

1. αποθεματικό (για αποταμίευση):

αποθεματικό

2. αποθεματικό ECON (κερδών):

αποθεματικό
αποθεματικό
ελάχιστο αποθεματικό
αποθεματικό για επενδύσεις
αποθεματικό κερδών
αποθεματικό για μερίσματα
αποθεματικό για φόρους
αποθεματικό σε δολάρια
αποθεματικό σε ρευστό

Usage examples with αποθεματικό

αποθεματικό nt κερδών
αποθεματικό νόμισμα
ελάχιστο αποθεματικό
αποθεματικό κερδών
αποθεματικό σε δολάρια
αποθεματικό σε ρευστό
αποθεματικό για επενδύσεις
αποθεματικό για μερίσματα
αποθεματικό για φόρους

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский