Greek » German

Translations for „αποκαθιστώ“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

αποκαθιστώ

αποκαθιστώ s. αποκατασταίνω

See also αποκατασταίνω

αποκα|τασταίνω [apɔkatasˈtɛnɔ], αποκα|θιστώ [apɔkaθisˈtɔ] <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> VERB trans

1. αποκατασταίνω (γενικά: επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση):

2. αποκατασταίνω (τα παιδιά μου):

3. αποκατασταίνω (ζημιά):

4. αποκατασταίνω (σχέσεις):

αποκα|τασταίνω [apɔkatasˈtɛnɔ], αποκα|θιστώ [apɔkaθisˈtɔ] <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> VERB trans

1. αποκατασταίνω (γενικά: επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση):

2. αποκατασταίνω (τα παιδιά μου):

3. αποκατασταίνω (ζημιά):

4. αποκατασταίνω (σχέσεις):

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский