Greek » German

Translations for „αποσβένω“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

I . αποσβέ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔˈzvɛnɔ] VERB trans

1. αποσβένω (δάνειο):

αποσβένω

2. αποσβένω (πράγμα αγορασμένο με δόσεις):

αποσβένω

3. αποσβένω (σε ισολογισμό):

αποσβένω

4. αποσβένω (το κόστος μηχανήματος με το κέρδος προερχόμενο από τη χρήση του):

αποσβένω

5. αποσβένω (εξαφανίζω):

αποσβένω

II . αποσβένομαι VERB refl

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский