Greek » German

Translations for „αφοσιωμένος“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

αφοσιωμέν|ος <-η, -ο> [afɔsiɔˈmɛnɔs] ADJ

1. αφοσιωμένος (αφιερωμένος):

αφοσιωμένος

2. αφοσιωμένος (ασχολημένος, βυθισμένος):

ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του

3. αφοσιωμένος (συναισθηματικά):

ένας αφοσιωμένος φίλος
της είναι πολύ αφοσιωμένος

Usage examples with αφοσιωμένος

της είναι πολύ αφοσιωμένος
ένας αφοσιωμένος φίλος
ήταν αφοσιωμένος στη δουλειά του

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский