Greek » German

Translations for „διάσπαση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

διάσπασ|η <-εις> [ðiˈaspasi] SUBST f

1. διάσπαση (θρυμμάτισμα):

διάσπαση

2. διάσπαση και fig:

διάσπαση (στα δυο) (κόμματος)
πυρηνική διάσπαση
διάσπαση του ατόμου
διάσπαση επιχείρησης

Usage examples with διάσπαση

βήτα διάσπαση
γάμμα διάσπαση
ραδιενεργός διάσπαση
πυρηνική διάσπαση
διάσπαση επιχείρησης
διάσπαση f του ατόμου
διάσπαση του ατόμου

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский