Greek » German

Translations for „διανομέας“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

διανομέας [ðianɔˈmɛas] SUBST mf

1. διανομέας (ταχυδρόμος):

διανομέας
Briefträger(in) m (f)
ταχυδρομικός διανομέας

2. διανομέας ECON:

εμπορικός διανομέας

3. διανομέας (μηχανής):

διανομέας

4. διανομέας (συσκευή κουζίνας):

διανομέας
διανομέας πάγου (σε μεγάλο ψυγίο)

Usage examples with διανομέας

ταχυδρομικός διανομέας
εμπορικός διανομέας
διανομέας πάγου (σε μεγάλο ψυγίο)

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский