Greek » German

Translations for „διαχειριστής“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

διαχειριστής (διαχειρίστρια) [ðiaçirisˈtis, ðiaçiˈristria] SUBST m/f (f)

1. διαχειριστής (ο που διευθύνει):

διαχειριστής (διαχειρίστρια)
Leiter(in) m (f)
διαχειριστής δικτύου

2. διαχειριστής (ο που διοικεί):

διαχειριστής (διαχειρίστρια)
Verwalter(in) m (f)
αναγκαστικός διαχειριστής LAW
διαχειριστής m περιουσίας

3. διαχειριστής (μάνατζερ):

διαχειριστής (διαχειρίστρια)
Manager(in) m (f)

Usage examples with διαχειριστής

διαχειριστής m περιουσίας
αναγκαστικός διαχειριστής LAW
διαχειριστής δικτύου

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский