δοκιμαστής (δοκιμάστρια) [ðɔcimasˈtis, ðɔciˈmastria] SUBST m/f (f)
1. δοκιμαστής (τροφών, ποτών):
-
δοκιμαστής (δοκιμάστρια)
2. δοκιμαστής ELEC (εργαλείο):
-
δοκιμαστής (δοκιμάστρια)
-
Prüfer m
Would you like to add a word, a phrase or a translation?
Submit a new entry.