Greek » German

δουλευτής (δουλεύτρα) [ðulɛfˈtis, ðuˈlɛftra] SUBST m/f (f)

I . δουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðuˈlɛvɔ] VERB intr

3. δουλεύω (συσκευή: λειτουργώ):

II . δουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ðuˈlɛvɔ] VERB trans

1. δουλεύω (επεξεργάζομαι):

2. δουλεύω (κοροϊδεύω):

αδούλευτ|ος <-η, -ο> [aˈðulɛftɔs] ADJ

δεδουλευμένα [ðɛðulɛvˈmɛna] SUBST nt pl ACCOUNT

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский