Greek » German

εκγυμναστής (εκγυμνάστρια) [ɛkjimnasˈtis, ɛkjimˈnastria] SUBST m/f (f)

1. εκγυμναστής (ανθρώπου):

εκγυμναστής (εκγυμνάστρια)
Trainer(in) m (f)

2. εκγυμναστής (ζώου):

εκγυμναστής (εκγυμνάστρια)
Dresseur(in) m (f)

γυμναστήριο [jimnasˈtiriɔ] SUBST nt

εκγύμνασ|η <-εις> [ɛkˈjimnasi] SUBST f

1. εκγύμναση (ανθρώπου):

2. εκγύμναση (ζώου):

γυμναστής (γυμνάστρια) [jimnasˈtis, jimˈnastria] SUBST m/f (f)

I . εκγυμνά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛkjimˈnazɔ] VERB trans

1. εκγυμνάζω (άνθρωπο):

2. εκγυμνάζω (ζώο):

II . εκγυμνάζομαι VERB refl (για αθλητικούς αγώνες)

αγύμναστ|ος <-η, -ο> [aˈjimnastɔs] ADJ

γυμναστικ|ός <-ή, -ό> [jimnastiˈkɔs] ADJ

προγυμναστής (προγυμνάστρια) [prɔjimnasˈtis, prɔjimˈnastria] SUBST m/f (f)

1. προγυμναστής (μαθητών):

Lehrer(in) m (f)

2. προγυμναστής (αθλητών):

Trainer(in) m (f)

επαναστάτης [ɛpanaˈstatis] SUBST m, επαναστάτισσα [ɛpanaˈstatisa], επαναστάτρια [ɛpanaˈstatria] SUBST f

γύμνασμα [ˈjimnazma] SUBST nt

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST f

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский