Greek » German

Translations for „ελαστικότητα“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ελαστικότητα [ɛlastiˈkɔtita] SUBST f και fig

ελαστικότητα
ελαστικότητα ζήτησης ECON
ελαστικότητα παραγωγής
ελαστικότητα προσφοράς
ελαστικότητα πωλήσεων
ελαστικότητα τιμής
διασταυρούμενη ελαστικότητα τιμής

Usage examples with ελαστικότητα

ελαστικότητα f ζήτησης
ελαστικότητα f παραγωγής
ελαστικότητα f προσφοράς
ελαστικότητα προσφοράς
ελαστικότητα ζήτησης ECON
ελαστικότητα παραγωγής
ελαστικότητα πωλήσεων
ελαστικότητα τιμής
εισοδηματική ελαστικότητα
ελαστικότητα f των τιμών
διασταυρούμενη ελαστικότητα τιμής

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский