Greek » German

Translations for „επαγγέλλομαι“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

επαγγ|έλλομαι <-έλθηκα, -ελμένος> [ɛpaɲˈɟɛlɔmɛ] VERB dep trans

1. επαγγέλλομαι (υπόσχομαι):

επαγγέλλομαι

2. επαγγέλλομαι (ασκώ επάγγελμα):

επαγγέλλομαι το δικηγόρο/δάσκαλο

Usage examples with επαγγέλλομαι

επαγγέλλομαι το δικηγόρο/δάσκαλο

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский