Greek » German

Translations for „επιχειρηματικός“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

επιχειρηματικ|ός <-ή, -ό> [ɛpiçirimatiˈkɔs] ADJ

1. επιχειρηματικός (του επιχειρηματία):

επιχειρηματικός

3. επιχειρηματικός (της επιχειρηματικής δραστηριότητας):

επιχειρηματικός
Geschäfts-

4. επιχειρηματικός (που του αρέσει η συζήτηση):

επιχειρηματικός

Usage examples with επιχειρηματικός

επιχειρηματικός κλάδος
επιχειρηματικός τομέας
επιχειρηματικός σκοπός ECON

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский