Greek » German

Translations for „ευκοίλιος“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ευκοίλι|ος <-α, -ο> [ɛfˈciliɔs] ADJ

1. ευκοίλιος (που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς):

ευκοίλιος

2. ευκοίλιος (που δε δυσκολεύεται στις κενώσεις):

είναι ευκοίλιος

Usage examples with ευκοίλιος

είναι ευκοίλιος

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский