Greek » German

Translations for „ζωγραφική“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

ζωγραφική [zɔɣrafiˈci] SUBST f

1. ζωγραφική (με πινέλο):

ζωγραφική

2. ζωγραφική (με κάρβουνο, με μολύβι, σχεδίασμα):

ζωγραφική
ζωγραφική με κάρβουνο
ζωγραφική με σινική μελάνη

ζωγραφική SUBST

User Entry
λαϊκότροπη ζωγραφική

Usage examples with ζωγραφική

ζωγραφική με σινική μελάνη
ζωγραφική με κάρβουνο

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский