Greek » German

Translations for „καθαρίζω“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

καθαρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaθaˈrizɔ] VERB trans

1. καθαρίζω (κάνω καθαρό):

καθαρίζω
καθαρίζω ένα τραπέζι
καθαρίζω για πάρτη άλλων inf

2. καθαρίζω (πίνακα):

καθαρίζω

3. καθαρίζω (φρούτα με φλούδα):

καθαρίζω

4. καθαρίζω (ζήτημα, υπόθεση):

καθαρίζω

5. καθαρίζω inf (σκοτώνω):

καθαρίζω

Usage examples with καθαρίζω

καθαρίζω για πάρτη άλλων inf
καθαρίζω το λαιμό μου
καθαρίζω ένα τραπέζι

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский