Greek » German

Translations for „κατάρτιση“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

κατάρτισ|η <-εις> [kaˈtartisi] SUBST f

1. κατάρτιση (οργάνωση):

κατάρτιση

2. κατάρτιση (ίδρυση):

κατάρτιση

3. κατάρτιση (συγκρότηση):

κατάρτιση

4. κατάρτιση (εκπαίδευση):

κατάρτιση
επαγγελματική κατάρτιση
επαγγελματική κατάρτιση

5. κατάρτιση (ενός σχεδίου):

κατάρτιση

Usage examples with κατάρτιση

κατάρτιση f προϋπολογισμού
επαγγελματική κατάρτιση

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский