Greek » German

Translations for „κοιλότητα“ in the Greek » German Dictionary (Go to German » Greek)

κοιλότητα [ciˈlɔtita] SUBST f

1. κοιλότητα (γενικά):

κοιλότητα

2. κοιλότητα ANAT:

αναπνευστική κοιλότητα
περικαρδιακή κοιλότητα
περικαρδιακή κοιλότητα
πυελική κοιλότητα
ρινική κοιλότητα
στοματική κοιλότητα
σωματική κοιλότητα
τυμπανική κοιλότητα

Usage examples with κοιλότητα

ρινική κοιλότητα
στοματική κοιλότητα
σωματική κοιλότητα
τυμπανική κοιλότητα
αναπνευστική κοιλότητα
περικαρδιακή κοιλότητα
πυελική κοιλότητα
Kar nt
περιτοναϊκή κοιλότητα
βραγχιακή κοιλότητα

Would you like to add some words, phrases or translations?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский