Greek » German

λογοτεχνία [lɔɣɔtɛxˈnia] SUBST f

παραλογί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [paralɔˈjizɔmɛ] VERB refl

1. παραλογίζομαι (λέω κάτι παράλογο):

2. παραλογίζομαι (συμπεριφέρομαι παράλογα):

παράλογο [paˈralɔɣɔ] SUBST nt

παράλογ|ος <-η, -ο> [paˈralɔɣɔs] ADJ

1. παράλογος (φόβος):

2. παράλογος (απαιτήσεις):

φιλοτεχνία [filɔtɛxˈnia] SUBST f

1. φιλοτεχνία (αγάπη για την τέχνη):

2. φιλοτεχνία (τεχνική επιμέλεια):

λογοτεχνικ|ός <-ή, -ό> [lɔɣɔtɛxniˈkɔs] ADJ

παραλογισμός [paralɔjizˈmɔs] SUBST m (σκέψη, πράξη)

λογοτέχνης (λογοτέχνισσα) [lɔɣɔˈtɛxnis, lɔɣɔˈtɛxnisa] SUBST m/f (f)

ερασιτεχνία [ɛrasitɛxˈnia] SUBST f

καλλιτεχνία [kalitɛxˈnia] SUBST f

λογοτέχνημα [lɔɣɔˈtɛxnima] SUBST nt

Would you like to add a word, a phrase or a translation?

Submit a new entry.

Choose your language Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский